Οἰνία

Οἰνία
Οἰνίᾱ , Οἰνίης
masc nom/voc/acc dual
Οἰνίᾱ , Οἰνίης
masc voc sg (attic)
Οἰνίᾱ , Οἰνίης
masc gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Οἰνίαι — Οἰνίᾱͅ , Οἰνίης masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοοινία — κακοοινία, ἡ (Μ) κακή ποιότητα οίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + οινία (< οἶνος), πρβλ. ηδυ οινία, πολυ οινία] …   Dictionary of Greek

  • καλλιοινία — καλλιοινία, ἡ (Μ) η καλή ποιότητα τού κρασιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + οινία (< οινος < οἶνος), πρβλ. ηδυ οινία, φιλ οινία] …   Dictionary of Greek

  • αλλοινία — ἀλλοινία, η (Α) το να πίνει κανείς διαδοχικά διάφορα είδη κρασιών, το ανακάτωμα τών κρασιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλ(ο) * + οινία < οἶνος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”